κολλήγος

κολλήγος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κολλήγος" в других словарях:

  • επίμορτος — η, ο (AM ἐπίμορτος, ον) 1. περιοχή που καλλιεργείται με τον όρο να παίρνει ο καλλιεργητής προσυμφωνημένο μέρος τής σοδειάς 2. ως ουσ. ο καλλιεργητής που αναλαμβάνει να εργαστεί σε ξένη περιουσία και να πάρει μέρος τής παραγωγής, ο κολλήγος, ο… …   Dictionary of Greek

  • κολλήγας — και κολλήγος και κολλέγας, ο (Α κολλήγας) βλ. κολήγας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»