κολλήγος
Смотреть что такое "κολλήγος" в других словарях:
επίμορτος — η, ο (AM ἐπίμορτος, ον) 1. περιοχή που καλλιεργείται με τον όρο να παίρνει ο καλλιεργητής προσυμφωνημένο μέρος τής σοδειάς 2. ως ουσ. ο καλλιεργητής που αναλαμβάνει να εργαστεί σε ξένη περιουσία και να πάρει μέρος τής παραγωγής, ο κολλήγος, ο… … Dictionary of Greek
κολλήγας — και κολλήγος και κολλέγας, ο (Α κολλήγας) βλ. κολήγας … Dictionary of Greek